ἀναισθητῇ

ἀναισθητῇ
ἀναισθητέω
lack perception
pres subj mp 2nd sg
ἀναισθητέω
lack perception
pres ind mp 2nd sg
ἀναισθητέω
lack perception
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μουλάρα — η 1. μεγεθ. τού μούλα 2. μτφ. (με υβριστική σημ.) α) γυναίκα χοντροφτειαγμένη ή γυναίκα με χοντρούς τρόπους, άξεστη β) γυναίκα αναίσθητη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. μοσχάρι: μοσχάρα, μουστάκι: μουστάκα)] …   Dictionary of Greek

  • γουρούνα — η 1. το θηλυκό γουρούνι, η σκρόφα. 2. μτφ., χοντρή ή λαίμαργη ή αναίσθητη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”